- σκαλούνι
- το, Ν1. σκαλοπάτι, σκαλί2. συν. στον πληθ. τα σκαλούνιαβαθμίδες ανηφορικής οδού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scalone «μεγάλη σκάλα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαλούνι — το σκαλοπάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)